- ελεμές
- ο1) бродяга; 2) шарлатан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελεμές — και λεμές, ο 1. σταφίδα πρώτης ποιότητας στο σταφιδεμπόριο τής Τουρκίας 2. (για άνθρ.) αγύρτης, αλήτης … Dictionary of Greek
λεμές — ο 1. η πρώτης ποιότητας σταφίδα, αλλ. ελεμές 2. (για πρόσ.) (πολύ ταπεινωτικός χαρακτηρισμός) αλήτης, αγύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek